- λάλημα
- λάλημα, τό, das Geschwätz, auch = Geräusch. Als Schmähwort, der Schwätzer; von Frauen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λάλημα — talk neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάλημα — το (AM λάλημα) [λαλώ] ομιλία, λόγος, φλυαρία νεοελλ. 1. κελάδημα ή φωνή πτηνού («τού πετεινού το λάλημα») 2. ήχος μουσικού οργάνου, πνευστού ή έγχορδου 3. στον πληθ. τα λαλήματα τα λαλούμενα, δηλ. τα μουσικά όργανα που απαρτίζουν μικρή λαϊκή… … Dictionary of Greek
λάλημα — το ατος,φωνή, κελάδημα, ήχος μουσικού οργάνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαλημάτων — λάλημα talk neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλήμασι — λάλημα talk neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλήματα — λάλημα talk neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλήματι — λάλημα talk neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλήματος — λάλημα talk neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιλάλημα — το 1. αντήχηση, αντίλαλος 2. λάλημα πετεινού μετά από λάλημα άλλου … Dictionary of Greek
έπασμα — ἔπασμα, το και ἐπασμός, ο (AM) μσν. 1. το λάλημα, το κελάηδημα τών πουλιών 2. άσμα αρχ. επωδή, μαγικό άσμα, μαγγανεία, ξεμάτιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άσμα «τραγούδι»] … Dictionary of Greek
αλεκτοροφωνία — ἀλεκτοροφωνία, η (AM) 1. φωνή, λάλημα κόκορα 2. το χρονικό διάστημα από τα μεσάνυχτα μέχρι τα χαράματα, οπότε λαλούν οι πετεινοί (για τους αρχαίους η τρίτη «φυλακή» τής νύχτας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέκτωρ ορος + φωνία < φωνος < φωνή] … Dictionary of Greek